- πολλαπλασίου
- πολλαπλάσιοςmany: masc /neut gen sgπολλαπλασιόωmultiply: pres imperat act 2nd sgπολλαπλασιόωmultiply: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πολλαπλασίου — πολλαπλάσιος many masc/neut gen sg πολλαπλασιόω multiply pres imperat act 2nd sg πολλαπλασιόω multiply imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
ποπκόρν — το, Ν άκλ. τροφή που αποτελείται από τους κόκκους μιας ποικιλίας αραβοσίτου, τού άσπρου καλαμποκιού, που, όταν εκτεθούν απότομα σε ξηρή θερμότητα μέσα σε κλειστό δοχείο, εκρήγνυνται και σχηματίζουν λευκές νυφάδες πολλαπλάσιου μεγέθους, γνωστές… … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek